- φρονητικός
- -ή, -όν, ΜΑ [φρονῶ]1. αυτός που υπερέχει στην φρόνηση2. αυτός που γίνεται ύστερα από σκέψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρονητικοῦ — φρονητικός concerned with thought masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονητικῆς — φρονητικός concerned with thought fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)